ἐλπιστικοί

ἐλπιστικοί
ἐλπιστικός
producing expectation
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελπιστικός — ή, ό (Α ἐλπιστικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ελπίζει αρχ. 1. αυτός που δίνει ελπίδες 2. πιθανός 3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”